περηφάνεια

περηφάνεια
η гордость, горделивость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "περηφάνεια" в других словарях:

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • καθυπερηφανία — καθυπερηφανία, ἡ (Α) (επιτατ. τού υπερηφανία) μεγάλη περηφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερηφανία < ὑπερήφανος] …   Dictionary of Greek

  • καθυπερηφανώ — καθυπερηφανῶ, έω (Α) (επιτατ. τού υπερηφανώ) φέρομαι με μεγάλη περηφάνεια, φέρομαι με μεγάλη αλαζονεία, αγέρωχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερηφανῶ (< ὑπερήφανος)] …   Dictionary of Greek

  • καμάρωση — η (Α καμάρωσις) [καμαρώ] νεοελλ. το καμάρωμα ή η περηφάνεια, η έπαρση αρχ. 1. κατασκευή καμάρας, αψίδωση 2. ιατρ. είδος αψιδωτής θραύσεως οστού («καμάρωσίς ἐστιν ὀστοῡ διακοπή... ἀνακεκλάσθαι ἐξ ἀμφοτέρων καὶ παραπλησίως καμάραις ἐσχηματίσθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • καταπέσσω — και αττ. τ. καταπέττω (Α) (επιτ. τ. τού πέσσω ή πέττω) 1. χωνεύω εντελώς 2. μτφ. κρατώ κάτι μέσα μου, καταπίνω, δεν αφήνω να εκδηλωθεί 3. καταπραύνω (α. «εἴπερ χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ» κι αν βέβαια την ίδια μέρα καταπραΰνει, μαλάξει την… …   Dictionary of Greek

  • παρασοβώ — έω, Α 1. διώχνω πουλιά 2. περνώ μπροστά από κάποιον με αλαζονεία και περηφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σοβῶ «εκδιώκω» (πρβλ. κατα σοβώ)] …   Dictionary of Greek

  • πομπεύω — ΝΑ [πομπή / πομπός] βρίζω με χυδαία σκώμματα, κοροϊδεύω, χλευάζω νεοελλ. 1. υποβάλλω σε διαπόμπευση, διαπομπεύω 2. διασύρω, εξευτελίζω δημόσια αρχ. 1. συνοδεύω κάποιον ως πομπός, τόν οδηγώ στον δρόμο του, προπομπεύω* 2. οδηγώ πομπή 3. προχωρώ σε… …   Dictionary of Greek

  • τετυφωμένως — Α 1. με έπαρση, με περηφάνεια 2. με ανόητο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τετυφωμένος τού τυφῶ «προξενώ αλαζονεία» + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • Όστιν, Τζέιν — (Jane Austen, Στίβεντον, Xάμσαϊρ 1775 – Oυίντσεστερ 1817). Αγγλίδα συγγραφέας. Ήταν η προτελευταία κόρη ενός κληρικού με 8 παιδιά και η ζωή της δεν παρουσιάζει σημαντικά γεγονότα. Πέθανε ανύπαντρη και η μόνη της συγκινησιακή εμπειρία ήταν οι… …   Dictionary of Greek

  • Τσάπλιν, Τσαρλς Σπένσερ — (Chaplin, Λονδίνο 1889 – Βεβέ, Ελβετία 1977). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος πλανόδιων ηθοποιών, πέρασε την παιδική του ηλικία σε περιπέτειες και σε φτώχεια, γεγονός που άφησε βαθιά ίχνη στον χαρακτήρα του. Εμφανίστηκε σε …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»